- οκ
- (Oc). Γλωσσικό μόριο της αρχαίας προβηγγιανής διαλέκτου που προήλθε από το ουδέτερο της λατινικής αντωνυμίας hoc (αυτό) και σημαίνει κατάφαση. Το μόριο αυτό χρησιμοποιούνταν, από τον 9o αι. και μετά, από τους Γάλλους που κατοικούσαν στις νότιες περιοχές της Γαλλίας, σε αντίθεση με το όγι (οϊl) των βόρειων, που και τα δύο σήμαιναν το ίδιο πράγμα (ναι) και εξελίχθηκαν στο γνωστό ουί (oui). Τα μόρια αυτά έγιναν αφορμή να ονομαστούν οι διάλεκτοι, και, κατ’ επέκταση, οι περιοχές όπου μιλιούνταν, λαγκ ντ’οκ (langue d’oc) και λανγκ ντ’όγι (langue d’oιl).
* * *ηγλωσσ. (ενν. γλώσσα) βλ. οξιτανικός.
Dictionary of Greek. 2013.